απολίτευτος

απολίτευτος
-η, -ο (AM ἀπολίτευτος, -ον)
αυτός που δεν συμμετέχει στην πολιτική ζωή
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν κάνει πολιτική, ο ειλικρινής
2. ο απολίτιστος
αρχ.-μσν.
ακοινώνητος, αταίριαστος με τους πολλούς
αρχ.
1. (για έθνη) ο δίχως πολιτική οργάνωση
2. ακατάλληλος για την πολιτική
3. αυτός που έχει αποσυρθεί από την πολιτική
4. άχρηστος πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πολιτεύομαι. Η λ. με τη σημασία «απολίτιστος» μαρτυρείται από το 1836 στον Σ. Βαλέτα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀπολίτευτος — without political constitution masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απολίτευτος — η, ο αυτός που δεν ξέρει να πολιτεύεται, να συμπεριφέρεται ανάλογα με τις περιστάσεις: Ήταν άνθρωπος ντόμπρος κι απολίτευτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπολίτευτον — ἀπολίτευτος without political constitution masc/fem acc sg ἀπολίτευτος without political constitution neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολιτεύτους — ἀπολίτευτος without political constitution masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολίτευτα — ἀπολίτευτος without political constitution neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπολίτευτοι — ἀπολίτευτος without political constitution masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”